- φυσητῆρες
- φῡσητῆρες , φυσητήρinstrument for blowingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
αιολοπάνταχο — Μουσικό όργανο. Είναι συνδυασμός πιάνου και αιολομελωδικού (θυμίζει το εκκλησιαστικό όργανο). Εξωτερικά μοιάζει με το πιάνο, μέσα όμως στο αρμονικό του κιβώτιο έχει φυσητήρες που μπαίνουν σε λειτουργία με κατάλληλους χειρισμούς των πεντάλ. Ο… … Dictionary of Greek
PHYSETERES — Graece φυσητῆρες, ceti genus, quod Oceano Gellico vindicat Plinius, qui Indici Oceani proprias facit pristes et balaenas, l. 9. c. 4. Maximum animal in Indico mari Pristis et Balena est: in Gallico Oceano Physeter. Sed et in mari Indico… … Hofmann J. Lexicon universale
ζωπύριον — ζωπύριον, τὸ (Α) [ζώπυρον] 1. το φυτό κλινοπόδιον 2. στον πληθ. τὰ ζωπύρια φυσητήρες με τους οποίους φουντώνει, δυναμώνει η φλόγα τής φωτιάς … Dictionary of Greek
σκουατίνα — (squatina squatina). Γένος ψαριών της οικογένειας των Σκουατινίδων. Τα ψάρια αυτά ζουν στον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, σε μέτρια βάθη. Ψαρεύεται συχνά στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστό και με τα ονόματα αγγελόψαρο. Το σώμα του είναι… … Dictionary of Greek
Ανάχαρσις — (5ος αι. π.Χ.). Σκύθης σοφός. Οι Έλληνες τον συμπεριέλαβαν από τον 4o αι. π.Χ. στον κύκλο των Επτά Σοφών. Γιος του βασιλιά των Σκυθών, γνωρίστηκε στην Αθήνα με τον Σόλωνα, συναναστράφηκε στην Κόρινθο τον Περίανδρο και σχετίστηκε στις Σάρδεις με… … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek